- ὀψιγάμῳ
- ὀψίγαμοςlate-marriedmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψιγαμώ — ὀψιγαμῶ, έω (Α) [οψίγαμος] παντρεύομαι σε προχωρημένη ηλικία … Dictionary of Greek